Γαδαρηνός

Γαδαρηνός
Гадаринец (житель города Гадары, расположенного к ю.-вост. от Галилейского моря).

Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "Γαδαρηνός" в других словарях:

  • Γαδαρηνός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οινόμαος ο Γαδαρηνός — (1ος 2ος αι. μ.Χ.). Κυνικός φιλόσοφος. Έδρασε στα χρόνια του αυτοκράτορα Αδριανού και έγραψε πολλά έργα, ανάμεσα στα οποία σημαντικότερα είναι τα: Περί της Ομήρου φιλοσοφίας, Περί κυνισμού και Περί Κράτητος, Διογένους και των άλλων κυνικών.… …   Dictionary of Greek

  • Γαδαρηνοί — Γαδαρηνός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γαδαρηνῶν — Γαδαρηνός masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανθολογία — Συλλογή κειμένων που αποβλέπει να κάνει γνωστά ποιήματα ή αποσπάσματα πεζογραφημάτων, τα οποία επιλέγονται μέσα από το έργο συγγραφέων αναγνωρισμένης αξίας. Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται συνήθως στη λογοτεχνία, μπορεί όμως να σημαίνει και μουσικές …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»